κυμβατευταί

κυμβατευταί
κυμβατευταί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρνιθευταί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (II), αν και η διαδικασία παραγωγής δεν είναι προφανής. Έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε κυμβαγρευταί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”